μενσεβικικός

μενσεβικικός
-ή, -ό και μενσεβίκικος, -η, -ο [μενσεβίκος]
αυτός που αναφέρεται στους μενσεβίκους ή στον μενσεβικισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”